- ανθρωποφοβία
- ηέμμονος και παθολογικός φόβος για τους ανθρώπους, που εκδηλώνεται, κυρίως, με την αποφυγή των ανθρώπινων σχέσεων και επαφών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανθρωποφοβία — η το να φοβάται κανείς τους ανθρώπους: Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να πάσχει από ανθρωποφοβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
ανθρωπόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ανθρωποφοβία, ακοινώνητος, μισάνθρωπος … Dictionary of Greek